- παράπαιστος
- παράπαιστοςdementedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράπαιστος — ον, Α [παραπαίω] άμυαλος, τρελός … Dictionary of Greek
παράπαιστοι — παράπαιστος demented masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)